Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dipìnto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈpinto]

η ζωγραφία, ο πίνακας ζωγραφικής

dipìnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diˈpinto]

1 χρωματισμένος
2 ζωγραφισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dipingersi diplegia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dipinto [αρσ.] a olio = η ελαιογραφία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dipendente (επίθ.)
dipendenza (θηλ.ουσ)
dipendere (ρ.αμτβ.)
dipingere (ρ. μτβ.)
dipingersi (ρ.μ. (αντων.))
dipinto (ουσ αρσ )
dipinto (επίθ.)
diplegia (θηλ.ουσ)
diplococco (ουσ αρσ )
diploide (αρσ. επίθ και ουσ)
diploma (ουσ αρσ )
diplomare (ρ. μτβ.)
diplomarsi (ρ. μ. αμτβ.)
diplomatica (θηλ.ουσ)
diplomatico (ουσ αρσ )
diplomatico (επίθ.)
diplomato (ουσ αρσ )
diplomato (επίθ.)
diplomazia (θηλ.ουσ)
diplopia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---