Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdipendènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dipenˈdɛntsa] 1 προσάρτημα 2 κτίσματα έξω από το κυρίως κτίσμα 3 παράρτημα 4 εξάρτηση 5 υποταγή 6 υποτέλεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |