Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdipartiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dipartiˈmento] 1 περιοχή του πολεμικού ναυτικού 2 τμήμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |