Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dipartiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dipartiˈmento]

1 περιοχή του πολεμικού ναυτικού
2 τμήμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dipartimentale dipartirsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dipanamento (ουσ αρσ )
dipanare (ρ. μτβ.)
dipanatoio (ουσ αρσ )
dipanatura (θηλ.ουσ)
dipartimentale (επίθ.)
dipartimento (ουσ αρσ )
dipartirsi (ρ. μ. αμτβ.)
dipartita (θηλ.ουσ)
dipendente (ουσ αρσ και θηλ.)
dipendente (επίθ.)
dipendenza (θηλ.ουσ)
dipendere (ρ.αμτβ.)
dipingere (ρ. μτβ.)
dipingersi (ρ.μ. (αντων.))
dipinto (ουσ αρσ )
dipinto (επίθ.)
diplegia (θηλ.ουσ)
diplococco (ουσ αρσ )
diploide (αρσ. επίθ και ουσ)
diploma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---