Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dipanatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dipanaˈtojo]

1 ανέμη
2 τυλιγάδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dipanare dipanatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diottria (θηλ.ουσ)
diottrico (επίθ.)
diottro (ουσ αρσ )
dipanamento (ουσ αρσ )
dipanare (ρ. μτβ.)
dipanatoio (ουσ αρσ )
dipanatura (θηλ.ουσ)
dipartimentale (επίθ.)
dipartimento (ουσ αρσ )
dipartirsi (ρ. μ. αμτβ.)
dipartita (θηλ.ουσ)
dipendente (ουσ αρσ και θηλ.)
dipendente (επίθ.)
dipendenza (θηλ.ουσ)
dipendere (ρ.αμτβ.)
dipingere (ρ. μτβ.)
dipingersi (ρ.μ. (αντων.))
dipinto (ουσ αρσ )
dipinto (επίθ.)
diplegia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---