ItalianoGreco


diplòide  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈplɔjde]

διπλοειδής (έχων χρωμοσωματικό αριθμό διπλό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---