Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόDiòniso, Dionìso
κύριο όνομα αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diˈɔnizo], [dioˈnizo] ο Διόνυσος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |