Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dintórni  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [dinˈtorni]

τα περίχωρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dinosauro dintorno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diniego (ουσ αρσ )
dinitrofenolo (ουσ αρσ )
dinnanzi (επίρ.)
dinoccolato (επίθ.)
dinosauro (ουσ αρσ )
dintorni (ουσ αρσ πληθ.)
dintorno (ουσ αρσ )
dintorno (επίρ.)
dio (ουσ αρσ )
diocesano (αρσ. επίθ και ουσ)
diodo (ουσ αρσ )
diomedea (θηλ.ουσ)
dionea (θηλ.ουσ)
Dionigi (ουσ αρσ )
dionisiaco (επίθ.)
Dioniso (κύρ.όν. αρσ.)
diorama (ουσ αρσ )
diorite (θηλ.ουσ)
diospiro (ουσ αρσ )
diossina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---