Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiniègo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diˈnjɛgo] 1 διάψευση 2 άρνηση 3 απάρνηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |