Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dìngo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdingo]

σκύλος Αυστραλίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dine diniego  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dinastico (επίθ.)
dindi (ουσ αρσ )
dindin (ονοματ.)
dindon (ονοματ.)
dine (θηλ.ουσ)
dingo (ουσ αρσ )
diniego (ουσ αρσ )
dinitrofenolo (ουσ αρσ )
dinnanzi (επίρ.)
dinoccolato (επίθ.)
dinosauro (ουσ αρσ )
dintorni (ουσ αρσ πληθ.)
dintorno (ουσ αρσ )
dintorno (επίρ.)
dio (ουσ αρσ )
diocesano (αρσ. επίθ και ουσ)
diodo (ουσ αρσ )
diomedea (θηλ.ουσ)
dionea (θηλ.ουσ)
Dionigi (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---