Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdio]

ο Θεός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dintorno diocesano  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


gli dèi [αρσ. πλυθ.] antichi = οι αρχαίοι θεοί [m.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dinoccolato (επίθ.)
dinosauro (ουσ αρσ )
dintorni (ουσ αρσ πληθ.)
dintorno (ουσ αρσ )
dintorno (επίρ.)
dio (ουσ αρσ )
diocesano (αρσ. επίθ και ουσ)
diodo (ουσ αρσ )
diomedea (θηλ.ουσ)
dionea (θηλ.ουσ)
Dionigi (ουσ αρσ )
dionisiaco (επίθ.)
Dioniso (κύρ.όν. αρσ.)
diorama (ουσ αρσ )
diorite (θηλ.ουσ)
diospiro (ουσ αρσ )
diossina (θηλ.ουσ)
diottria (θηλ.ουσ)
diottrico (επίθ.)
diottro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---