Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdio] ο Θεός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgli dèi [αρσ. πλυθ.] antichi = οι αρχαίοι θεοί [m.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |