Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dimostrànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dimosˈtrante]

1 εκθέτων
2 διαδηλωτής
3 εκθέτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dimostrabilità dimostrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dimorare (ρ.αμτβ.)
dimorfismo (ουσ αρσ )
dimorfo (επίθ.)
dimostrabile (επίθ.)
dimostrabilità (θηλ.ουσ)
dimostrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dimostrare (ρ. μτβ.)
dimostrarsi (ρ.μ. (αντων.))
dimostrativo (επίθ.)
dimostratore (ουσ αρσ )
dimostrazione (θηλ.ουσ)
dina (θηλ.ουσ)
dinamica (θηλ.ουσ)
dinamicità (θηλ.ουσ)
dinamico (επίθ.)
dinamismo (ουσ αρσ )
dinamitardo (ουσ αρσ )
dinamitardo (επίθ.)
dinamite (θηλ.ουσ)
dinamitico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---