Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiminuzióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diminutˈtsjone] 1 (di quantità, rumore, volume) η ελάττωση 2 (di numero, prezzo, temperatura) η μείωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |