Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diminuìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [diminuˈire]

1 λιγοστεύω
2 (di quantità, rumore, volume) ελαττώνω,
3 (di numero, prezzo, temperatura) μειώνω

diminuìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [diminuˈire]

(ridurre) περιορίζω

diminuirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [diminuˈirsi]

ελαττώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diminuibile diminutivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dimezzamento (ουσ αρσ )
dimezzare (ρ. μτβ.)
dimezzato (επίθ.)
diminuendo (ουσ αρσ )
diminuibile (επίθ.)
diminuire (ρ.αμτβ.)
diminuire (ρ. μτβ.)
diminuirsi (ρ.μ. (αντων.))
diminutivo (ουσ αρσ )
diminutivo (επίθ.)
diminutore (αρσ. επίθ και ουσ)
diminuzione (θηλ.ουσ)
dimissionare (ρ. μτβ.)
dimissionario (επίθ.)
dimissione (θηλ.ουσ)
dimissoria (θηλ.ουσ)
dimora (θηλ.ουσ)
dimorare (ρ.αμτβ.)
dimorfismo (ουσ αρσ )
dimorfo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---