Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiminuèndo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diminuˈɛndo] 1 σταδιακή μείωση έντασης (μουσική) 2 αφαιρετέος 3 ελάττωση τόνου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |