Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diminutóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [diminuˈtore]

αφαιρετέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diminutivo diminuzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diminuire (ρ.αμτβ.)
diminuire (ρ. μτβ.)
diminuirsi (ρ.μ. (αντων.))
diminutivo (ουσ αρσ )
diminutivo (επίθ.)
diminutore (αρσ. επίθ και ουσ)
diminuzione (θηλ.ουσ)
dimissionare (ρ. μτβ.)
dimissionario (επίθ.)
dimissione (θηλ.ουσ)
dimissoria (θηλ.ουσ)
dimora (θηλ.ουσ)
dimorare (ρ.αμτβ.)
dimorfismo (ουσ αρσ )
dimorfo (επίθ.)
dimostrabile (επίθ.)
dimostrabilità (θηλ.ουσ)
dimostrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dimostrare (ρ. μτβ.)
dimostrarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---