Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dimésso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diˈmesso]

1 παρακατιανός ποιοτικά
2 ευτελής
3 παραιτηθείς
4 δεύτερης ποιότητας
5 υποταγμένος
6 καθυποταγμένος
7 φτωχός
8 ταπεινός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dimero dimestichezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dimenticare (ρ. μτβ.)
dimenticarsi (ρ.μ. (αντων.))
dimenticatoio (ουσ αρσ )
dimentico (επίθ.)
dimero (αρσ. επίθ και ουσ)
dimesso (επίθ.)
dimestichezza (θηλ.ουσ)
dimetro (ουσ αρσ )
dimettere (ρ. μτβ.)
dimettersi (ρ. μ. αμτβ.)
dimezzamento (ουσ αρσ )
dimezzare (ρ. μτβ.)
dimezzato (επίθ.)
diminuendo (ουσ αρσ )
diminuibile (επίθ.)
diminuire (ρ.αμτβ.)
diminuire (ρ. μτβ.)
diminuirsi (ρ.μ. (αντων.))
diminutivo (ουσ αρσ )
diminutivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---