Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdimenticatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dimentikaˈtojo] 1 αλησμονησιά 2 παράλειψη 3 απολησμονιά 4 αμνημοσύνη 5 λησμονιά 6 λήθη 7 λησμοσύνη 8 αρνησιά 9 ξεχασιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |