Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dilùvio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈluvjo]

ο κατακλυσμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diluviare diluzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diluire (ρ. μτβ.)
diluizione (θηλ.ουσ)
dilungarsi (ρ. μ. αμτβ.)
diluviale (αρσ. επίθ και ουσ)
diluviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diluvio (ουσ αρσ )
diluzione (θηλ.ουσ)
dimagramento (ουσ αρσ )
dimagrante (επίθ.)
dimagrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dimagrimento (ουσ αρσ )
dimagrire (ρ.αμτβ.)
dimenamento (ουσ αρσ )
dimenare (ρ. μτβ.)
dimenarsi (ρ.μ. (αντων.))
dimenio (ουσ αρσ )
dimensionale (επίθ.)
dimensione (θηλ.ουσ)
dimenticabile (επίθ.)
dimenticanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---