Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiluviàle
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [diluˈvjale] 1 κατακλυσμιαίος 2 χειμαρρώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |