Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dimenìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dimeˈnio]

1 μετατόπιση
2 στριφογύρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dimenarsi dimensionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dimagrimento (ουσ αρσ )
dimagrire (ρ.αμτβ.)
dimenamento (ουσ αρσ )
dimenare (ρ. μτβ.)
dimenarsi (ρ.μ. (αντων.))
dimenio (ουσ αρσ )
dimensionale (επίθ.)
dimensione (θηλ.ουσ)
dimenticabile (επίθ.)
dimenticanza (θηλ.ουσ)
dimenticare (ρ. μτβ.)
dimenticarsi (ρ.μ. (αντων.))
dimenticatoio (ουσ αρσ )
dimentico (επίθ.)
dimero (αρσ. επίθ και ουσ)
dimesso (επίθ.)
dimestichezza (θηλ.ουσ)
dimetro (ουσ αρσ )
dimettere (ρ. μτβ.)
dimettersi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---