Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dimenàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dimeˈnare]

1 περπατώ με βήμα πεταχτό
2 αιωρώ
3 σαλεύω
4 στριφογυρίζω
5 κινώ
6 ταλαντεύω
7 κουνώ
8 σείω
9 σείω ρυθμικά
10 επισείω

dimenarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dimeˈnarsi]

1 προχωρώ (προοδεύω) δύσκολα
2 κουνώ ρυθμικά τους γοφούς
3 προσπαθώ σκληρά
4 δεν αφήνω πέτρα πάνω σε πέτρα
5 δεν ξεκουράζομαι καθόλου
6 σείομαι
7 ταλαντεύομαι
8 κουνιέμαι
9 ταλαντεύομαι αργά και ρυθμικά
10 κλυδωνίζομαι
11 κινούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dimenamento dimenio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dimagrante (επίθ.)
dimagrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dimagrimento (ουσ αρσ )
dimagrire (ρ.αμτβ.)
dimenamento (ουσ αρσ )
dimenare (ρ. μτβ.)
dimenarsi (ρ.μ. (αντων.))
dimenio (ουσ αρσ )
dimensionale (επίθ.)
dimensione (θηλ.ουσ)
dimenticabile (επίθ.)
dimenticanza (θηλ.ουσ)
dimenticare (ρ. μτβ.)
dimenticarsi (ρ.μ. (αντων.))
dimenticatoio (ουσ αρσ )
dimentico (επίθ.)
dimero (αρσ. επίθ και ουσ)
dimesso (επίθ.)
dimestichezza (θηλ.ουσ)
dimetro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---