Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdimenaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dimenaˈmento] 1 κλυδωνισμός 2 ταλάντευση 3 κούνημα 4 ρυθμική κίνηση (γοφών) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |