Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdilùcolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diˈlukolo] 1 ξημέρωμα 2 χρυσαυγή 3 χάραμα 4 αυγή 5 κονταυγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |