ItalianoGreco


diligènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diliˈʤɛntsa]

1 προθυμία
2 προσπάθεια
3 ζήλος
4 ταχυδρομική άμαξα
5 ενδιαφέρον
6 προσπάθεια επίπονη
7 προσοχή αμείωτη
8 φιλοπονία
9 φροντίδα
10 ευσυνειδησία
11 επιμέλεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---