Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdilettóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diletˈtoso], [diletˈtozo] 1 θελκτικός 2 απολαυστικός 3 τερπνός 4 ευχάριστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |