Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dilettévole  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diletˈtevole]

1 τέρψη
2 ευχαρίστηση

dilettévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diletˈtevole]

1 μαγευτικός
2 ευχάριστος
3 θελκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dilettarsi dilettevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dilettantesco (επίθ.)
dilettantismo (ουσ αρσ )
dilettantistico (επίθ.)
dilettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dilettarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilettevole (ουσ αρσ )
dilettevole (επίθ.)
dilettevolmente (επίρ.)
diletto (ουσ αρσ )
diletto (επίθ.)
dilettoso (επίθ.)
diligente (επίθ.)
diligentemente (επίρ.)
diligenza (θηλ.ουσ)
diliscare (ρ. μτβ.)
dilucidare (ρ. μτβ.)
dilucidazione (θηλ.ουσ)
dilucolo (ουσ αρσ )
diluente (επίθ.)
diluire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---