Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dilucidazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diluʧidatˈtsjone]

αποσαφήνιση (χρησιμοποίησε καλύτερα το delucidazione)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dilucidare dilucolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diligente (επίθ.)
diligentemente (επίρ.)
diligenza (θηλ.ουσ)
diliscare (ρ. μτβ.)
dilucidare (ρ. μτβ.)
dilucidazione (θηλ.ουσ)
dilucolo (ουσ αρσ )
diluente (επίθ.)
diluire (ρ. μτβ.)
diluizione (θηλ.ουσ)
dilungarsi (ρ. μ. αμτβ.)
diluviale (αρσ. επίθ και ουσ)
diluviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diluvio (ουσ αρσ )
diluzione (θηλ.ουσ)
dimagramento (ουσ αρσ )
dimagrante (επίθ.)
dimagrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dimagrimento (ουσ αρσ )
dimagrire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---