Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdilètto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diˈlɛtto] 1 τέρψη 2 αγαπημένος 3 ευχαρίστηση dilètto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diˈlɛtto] αγαπητός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |