Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condannàbile (επίθ.) condiscépolo (ουσ αρσ )
condannàre (ρ. μτβ.) condivìdere (ρ. μτβ.)
condannàto (αρσ. επίθ και ουσ) condizionàle (ουσ αρσ και θηλ.)
condannatóre (αρσ. επίθ και ουσ) condizionàle (επίθ.)
condebitóre (ουσ αρσ ) condizionàre (ρ. μτβ.)
condènsa (θηλ.ουσ) condizionataménte (επίρ.)
condensàbile (επίθ.) condizionàto (επίθ.)
condensabilità (θηλ.ουσ) condizionatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
condensaménto (ουσ αρσ ) condizionatùra (θηλ.ουσ)
condensàre (ρ. μτβ.) condizióne (θηλ.ουσ)
condensàrsi (ρ. μ. αμτβ.) condogliànza (θηλ.ουσ)
condensàto (αρσ. επίθ και ουσ) condolérsi (ρ. μ. αμτβ.)
condensatóre (ουσ αρσ ) condominiàle (επίθ.)
condensazióne (θηλ.ουσ) condomìnio (ουσ αρσ )
còndilo (ουσ αρσ ) condòmino (ουσ αρσ )
condiloidèo (επίθ.) condonàbile (επίθ.)
condilòma (ουσ αρσ ) condonàre (ρ. μτβ.)
condilomatosi (θηλ.ουσ) condonazióne (θηλ.ουσ)
condiménto (ουσ αρσ ) condóno (ουσ αρσ )
condìre (ρ. μτβ.) còndor (ουσ αρσ )
condirettóre (ουσ αρσ ) condótta (θηλ.ουσ)
condirezióne (θηλ.ουσ) condottièro (ουσ αρσ )
condiscendènte (επίθ.) condótto (ουσ αρσ )
condiscendènza (θηλ.ουσ) condótto (επίθ.)
condiscéndere, condiscèndere (ρ.αμτβ.) condrìna (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: