Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collant (αρσ. επίθ και ουσ) collegiàto (επίθ.)
collànte (αρσ. επίθ και ουσ) collègio (ουσ αρσ )
collàre (ουσ αρσ ) collènchima (ουσ αρσ )
collarìno (ουσ αρσ ) còllera (θηλ.ουσ)
collàsso (ουσ αρσ ) collèrico (αρσ. επίθ και ουσ)
collateràle (ουσ αρσ ) collètta, collétta (θηλ.ουσ)
collateràle (επίθ.) collettàme (ουσ αρσ )
collaudàre (ρ. μτβ.) collettivaménte (επίρ.)
collaudatóre (ουσ αρσ ) collettivìsmo (ουσ αρσ )
collàudo (ουσ αρσ ) collettivìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
collazionàre (ρ. μτβ.) collettivìstico (επίθ.)
collazionatóre (ουσ αρσ ) collettività (θηλ.ουσ)
collazióne (θηλ.ουσ) collettivizzàre (ρ. μτβ.)
còlle (ουσ αρσ ) collettivizzazióne (θηλ.ουσ)
collèga (ουσ αρσ και θηλ.) collettìvo (ουσ αρσ )
collegaménto (ουσ αρσ ) collettìvo (επίθ.)
collegàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) collétto (ουσ αρσ )
collegàrsi (ρ. μ. αμτβ.) collettóre (αρσ. επίθ και ουσ)
collegatàrio (ουσ αρσ ) collettorìa (θηλ.ουσ)
collegàto (αρσ. επίθ και ουσ) collezionàre (ρ. μτβ.)
collegiàle (ουσ αρσ και θηλ.) collezióne (θηλ.ουσ)
collegiàle (επίθ.) collezionìsmo (ουσ αρσ )
collegialità (θηλ.ουσ) collezionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
collegialménte (επίρ.) collìdere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
collegiàta (θηλ.ουσ) collie (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: