Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollettìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kolletˈtivo] κολεκτίβα collettìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kolletˈtivo] 1 δημόσιας χρήσης 2 γενικός 3 συλλογικός 4 κοινός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |