Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collie  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔlli]

κόλι (ράτσα σκύλου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collidere collier  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collezionare (ρ. μτβ.)
collezione (θηλ.ουσ)
collezionismo (ουσ αρσ )
collezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
collidere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
collie (ουσ αρσ )
collier (ουσ αρσ )
colligiano (ουσ αρσ )
colligiano (επίθ.)
collimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
collimatore (ουσ αρσ )
collimazione (θηλ.ουσ)
collina (θηλ.ουσ)
collinare (επίθ.)
collinetta (θηλ.ουσ)
collinoso (επίθ.)
collirio (ουσ αρσ )
collisione (θηλ.ουσ)
collo (ουσ αρσ )
collocabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---