Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collisióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kolliˈzjone]

1 σύγκρουση
2 αμάχη
3 προστριβή
4 πρόσκρουση
5 σύρραξη
6 ρήξη
7 αντίθεση
8 αντέγκληση
9 διένεξη
10 διαμάχη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collirio collo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collina (θηλ.ουσ)
collinare (επίθ.)
collinetta (θηλ.ουσ)
collinoso (επίθ.)
collirio (ουσ αρσ )
collisione (θηλ.ουσ)
collo (ουσ αρσ )
collocabile (επίθ.)
collocamento (ουσ αρσ )
collocare (ρ. μτβ.)
collocarsi (ρ.μ. (αντων.))
collocazione (θηλ.ουσ)
collodio (ουσ αρσ )
colloidale (επίθ.)
colloide (ουσ αρσ )
colloquiale (επίθ.)
colloquiare (ρ.αμτβ.)
colloquio (ουσ αρσ )
collosità (θηλ.ουσ)
colloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---