Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collinétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kolliˈnetta]

1 λοφίσκος
2 γήλοφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collinare collinoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
collimatore (ουσ αρσ )
collimazione (θηλ.ουσ)
collina (θηλ.ουσ)
collinare (επίθ.)
collinetta (θηλ.ουσ)
collinoso (επίθ.)
collirio (ουσ αρσ )
collisione (θηλ.ουσ)
collo (ουσ αρσ )
collocabile (επίθ.)
collocamento (ουσ αρσ )
collocare (ρ. μτβ.)
collocarsi (ρ.μ. (αντων.))
collocazione (θηλ.ουσ)
collodio (ουσ αρσ )
colloidale (επίθ.)
colloide (ουσ αρσ )
colloquiale (επίθ.)
colloquiare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---