Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collocàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kolloˈkare]

τοποθετώ

collocarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [kolloˈkarsi]

1 πιάνω δουλειά
2 τακτοποιούμαι σε δουλειά
3 τοποθετούμαι
4 βρίσκω δουλειά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collocamento collocazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collirio (ουσ αρσ )
collisione (θηλ.ουσ)
collo (ουσ αρσ )
collocabile (επίθ.)
collocamento (ουσ αρσ )
collocare (ρ. μτβ.)
collocarsi (ρ.μ. (αντων.))
collocazione (θηλ.ουσ)
collodio (ουσ αρσ )
colloidale (επίθ.)
colloide (ουσ αρσ )
colloquiale (επίθ.)
colloquiare (ρ.αμτβ.)
colloquio (ουσ αρσ )
collosità (θηλ.ουσ)
colloso (επίθ.)
collotipia (θηλ.ουσ)
collotorto (ουσ αρσ )
collottola (θηλ.ουσ)
colludere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---