Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collocazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kollokatˈtsjone]

1 τόπος
2 διευθέτηση
3 θέση
4 τοποθέτηση
5 σημάδι βιβλίου ένδειξης θέσης
6 αποκατάσταση
7 ταξινόμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collocarsi collodio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collo (ουσ αρσ )
collocabile (επίθ.)
collocamento (ουσ αρσ )
collocare (ρ. μτβ.)
collocarsi (ρ.μ. (αντων.))
collocazione (θηλ.ουσ)
collodio (ουσ αρσ )
colloidale (επίθ.)
colloide (ουσ αρσ )
colloquiale (επίθ.)
colloquiare (ρ.αμτβ.)
colloquio (ουσ αρσ )
collosità (θηλ.ουσ)
colloso (επίθ.)
collotipia (θηλ.ουσ)
collotorto (ουσ αρσ )
collottola (θηλ.ουσ)
colludere (ρ.αμτβ.)
collusione (θηλ.ουσ)
collusivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---