Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollosità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kollosiˈta] 1 κολλώδες 2 δυσάρεστη κατάσταση 3 κατάσταση κολλήματος 4 εσωτερική τριβή 5 γλοιώδης κατάσταση 6 γλοιώδες 7 κατάσταση κολλώδους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |