Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollùvie
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kolˈluvje] 1 συνονθύλευμα 2 συρφετός 3 ακαθαρσίες υπονόμων 4 βρομόνερα 5 σύμφυρμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |