Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colofóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koloˈfone]

1 έμβλημα εκδοτικού οίκου
2 κολοφώνας
3 τμήμα αναγραφής παραγωγής βιβλίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colocasia colofonia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colmare (ρ. μτβ.)
colmata (θηλ.ουσ)
colmatura (θηλ.ουσ)
colmo (ουσ αρσ )
colocasia (θηλ.ουσ)
colofone (ουσ αρσ )
colofonia (θηλ.ουσ)
cologaritmo (ουσ αρσ )
colomba (θηλ.ουσ)
colombaccio (ουσ αρσ )
colombaia (θηλ.ουσ)
colombario (ουσ αρσ )
colombella (θηλ.ουσ)
colombicoltore (ουσ αρσ )
colombicoltura (θηλ.ουσ)
colombiere (ουσ αρσ )
colombina (θηλ.ουσ)
colombo (ουσ αρσ )
colon (ουσ αρσ )
colonia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---