ItalianoGreco


colmàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kolˈmata]

1 έκταση αποξηραμένη
2 περιοχή που έχει προέλθει από αποξήρανση
3 παράχωμα
4 στέψη
5 ανάχωμα
6 φράξιμο με εναπόθεση λάσπης
7 απόφραξη με λάσπη
8 πρόχωμα
9 ανάκτηση εδάφους


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---