Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcólmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkolmo] 1 κορόνα 2 κορυφή 3 άκρον άωτον 4 κορυφή κύματος 5 φουσκονεριά 6 ράχη 7 οροσειρά 8 ακμή 9 κορυφή 10 αποκορύφωμα 11 κορωνίδα 12 έγκατα 13 ζενίθ 14 μεσουράνημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |