Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcolombàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kolomˈbarjo] 1 κατακόμβη 2 θόλος καλυμμένος με επιτάφια κοιλώματα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |