Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colombàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kolomˈbarjo]

1 κατακόμβη
2 θόλος καλυμμένος με επιτάφια κοιλώματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colombaia colombella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colofonia (θηλ.ουσ)
cologaritmo (ουσ αρσ )
colomba (θηλ.ουσ)
colombaccio (ουσ αρσ )
colombaia (θηλ.ουσ)
colombario (ουσ αρσ )
colombella (θηλ.ουσ)
colombicoltore (ουσ αρσ )
colombicoltura (θηλ.ουσ)
colombiere (ουσ αρσ )
colombina (θηλ.ουσ)
colombo (ουσ αρσ )
colon (ουσ αρσ )
colonia (θηλ.ουσ)
coloniale (ουσ αρσ και θηλ.)
coloniale (επίθ.)
colonialismo (ουσ αρσ )
colonialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
colonialistico (επίθ.)
colonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---