ItalianoGreco


coloniàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koloˈnjale]

1 είδη μπακαλικής
2 αποικιακά είδη (είδη παντοπωλείου)
3 άποικος

coloniàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koloˈnjale]

αποικιακός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---