Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colonizzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [koloniddzaˈtore]

1 οικιστής
2 αποικιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colonizzare colonizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colonialismo (ουσ αρσ )
colonialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
colonialistico (επίθ.)
colonico (επίθ.)
colonizzare (ρ. μτβ.)
colonizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
colonizzazione (θηλ.ουσ)
colonna (θηλ.ουσ)
colonnare (επίθ.)
colonnato (ουσ αρσ )
colonnato (επίθ.)
colonnello (ουσ αρσ )
colonnina (θηλ.ουσ)
colono (ουσ αρσ )
colorabile (επίθ.)
colorante (ουσ αρσ και θηλ.)
colorante (επίθ.)
colorare (ρ. μτβ.)
colorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
colorato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---