colòno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [koˈlɔno]
1 έποικος
2 άποικος
3 κολίγας
4 οικιστής
5 μέτοικος
6 μετανάστης
7 χωρικός
8 αγρότης
9 κτηματίας
10 σέμπρος
11 επίμορτος
12 χωριάτης
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [koˈlɔno]
1 έποικος
2 άποικος
3 κολίγας
4 οικιστής
5 μέτοικος
6 μετανάστης
7 χωρικός
8 αγρότης
9 κτηματίας
10 σέμπρος
11 επίμορτος
12 χωριάτης
permalink
colono (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android