Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colòno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈlɔno]

1 έποικος
2 άποικος
3 κολίγας
4 οικιστής
5 μέτοικος
6 μετανάστης
7 χωρικός
8 αγρότης
9 κτηματίας
10 σέμπρος
11 επίμορτος
12 χωριάτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colonnina colorabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colonnare (επίθ.)
colonnato (ουσ αρσ )
colonnato (επίθ.)
colonnello (ουσ αρσ )
colonnina (θηλ.ουσ)
colono (ουσ αρσ )
colorabile (επίθ.)
colorante (ουσ αρσ και θηλ.)
colorante (επίθ.)
colorare (ρ. μτβ.)
colorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
colorato (επίθ.)
colorazione (θηλ.ουσ)
colore (ουσ αρσ )
coloreria (θηλ.ουσ)
colorificio (ουσ αρσ )
colorimetria (θηλ.ουσ)
colorimetro (ουσ αρσ )
colorire (ρ. μτβ.)
colorirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---