Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcolorìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [koloˈrire] 1 διανθίζω 2 στολίζω 3 επιχρυσώνω 4 ρετουσάρω 5 βάζω τελικά διορθώματα 6 γαρνίρω 7 μπογιατίζω 8 βάφω 9 χρωματίζω 10 μπογιαντίζω colorìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [koloˈrirsi] 1 χρωματίζομαι 2 αλλάζω χρώμα 3 κοκκινίζω 4 εξάπτομαι 5 κοκκινίζω από ντροπή ή σύγχυση 6 παίρνω (έκφραση) 7 παίρνω άλλη όψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |