Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colpétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kolˈpetto]

1 σκουντιά
2 ελαφρό κτύπημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colpa colpevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colossale (επίθ.)
colosseo (ουσ αρσ )
colosso (ουσ αρσ )
colostro (ουσ αρσ )
colpa (θηλ.ουσ)
colpetto (ουσ αρσ )
colpevole (ουσ αρσ και θηλ.)
colpevole (επίθ.)
colpevolezza (θηλ.ουσ)
colpevolismo (ουσ αρσ )
colpevolista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
colpevolizzare (ρ. μτβ.)
colpire (ρ. μτβ.)
colpo (ουσ αρσ )
colposcopia (θηλ.ουσ)
colposo (επίθ.)
colt (θηλ.ουσ)
coltella (θηλ.ουσ)
coltellaccio (ουσ αρσ )
coltellame (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---