Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcolpevolézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kolpevoˈlettsa] 1 υπαιτιότητα 2 φταίξιμο 3 ενοχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |