Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colpevolìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kolpevoˈlista]

υποστηρικτής ενοχής κάποιου κατηγορουμένου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colpevolismo colpevolizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colpetto (ουσ αρσ )
colpevole (ουσ αρσ και θηλ.)
colpevole (επίθ.)
colpevolezza (θηλ.ουσ)
colpevolismo (ουσ αρσ )
colpevolista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
colpevolizzare (ρ. μτβ.)
colpire (ρ. μτβ.)
colpo (ουσ αρσ )
colposcopia (θηλ.ουσ)
colposo (επίθ.)
colt (θηλ.ουσ)
coltella (θηλ.ουσ)
coltellaccio (ουσ αρσ )
coltellame (ουσ αρσ )
coltellata (θηλ.ουσ)
coltelleria (θηλ.ουσ)
coltelliera (θηλ.ουσ)
coltellinaio (ουσ αρσ )
coltellino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---