ItalianoGreco


coltellerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koltelleˈria]

1 κατάστημα πώλησης μαχαιριών
2 μαχαιροποιία
3 επιχείρηση μαχαιριών
4 εργαστήριο κατασκευής μαχαιριών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---